- ἀκρεσπέριος
- ἀκρ-εσπέριος, ον, = sq., IG12(7).123 ([place name] Amorgos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρεσπέριος — ἀκρεσπέριος, ία, ιον (Α) ο ακρέσπερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἑσπέριος] … Dictionary of Greek
ἀκρεσπέριος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)